- μαγνέζια
- μαγνησία η хим. магнезия;
κεκαυμένη μαγνέζια — жжёная магнезия;
θειική μαγνέζια — сернокислая магнезия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεκαυμένη μαγνέζια — жжёная магнезия;
θειική μαγνέζια — сернокислая магнезия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγνέζια — η βλ. μαγνησία … Dictionary of Greek
μαγνησία — I Περιοχή της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα. Βλ. λ. Μαγνησίας, νομός (Ιστορία· Αρχαιολογία μνημεία). II Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Μικράς Ασίας. 1. Μαγνησία η επί Μαιάνδρω. Πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek